- ῥυπαροῦ
- ῥυπαρόςfilthymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίρμα — ή μίργμα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τοῡ κακοπινοῡς καὶ ῥυπαροῡ καὶ πονηροῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μιργάβωρ*] … Dictionary of Greek
μετακεράννυμι — (Α) 1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῡ μετακεράσαντες», Πλούτ.) 2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῡ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * +… … Dictionary of Greek
ρυπαρότητα — η η ιδιότητα του ρυπαρού, και σε επέκταση άσεμνος λόγος ή πράξη: Τάχα για αστεία είπε ένα σωρό ρυπαρότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)